μαστόν

μαστόν
μαστός
b
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • εύθηλος — εὔθηλος, ον (Α) 1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον») 2. (ως επίθ. τού μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή] …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμυρίζω — (Α κλαυθμυρίζω) (για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῑσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.) αρχ. 1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῑσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία… …   Dictionary of Greek

  • λύκαινα — η (AM λύκαινα) το θηλυκό τού λύκου («εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῡσαν», Πλούτ.) νεοελλ. ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας λυκαινίδες μσν. στον πληθ. αἱ λύκαιναι οι χωρικές τής Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα αρχ. προσωνυμία… …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • σεληνόφως — ωτος, το, ΝΑ, και σεληνόφωτο Ν 1. αστρον. το φως που προέρχεται από τη Σελήνη και διαχέεται στην ατμόσφαιρα τής Γης, το φεγγαρόφωτο («ἔκειτο δ ἡ μὲν λευκὸν εἰς σεληνόφως φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος», Χαιρήμ.) νεοελλ. φρ. «Σονάτα υπό το… …   Dictionary of Greek

  • υπέχω — ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω] νεοελλ. αρχ. φρ. α) «υπέχω λόγον» υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» είμαι υπεύθυνος για κάτι γ) «υπέχω δίκην» δικάζομαι μσν. αρχ. 1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”